Επιστρέφοντας λοιπόν από τις διακοπές μου στο μαγευτικό και καλωδιoμένο Λουτράκι Κορινθίας πίστευα πως έχω αφήσει το blog σε ικανά, πια, χέρια και ήμουν έτοιμος να συνεχίσω στο Θεάρεστο έργο της συγγραφής του. Ήρθα εδώ και τι να δώ;
Μια βλακεία και μισή. Αν το blog ήταν το διδακτορικό των παρα-πέντε, δε θα είχαν προλάβει να βγάλουν ούτε το first year report τους. Θα είχαν φάει σουτ πριν πάρουν κάρτα για τη βιβλιοθήκη. Θα έκλειναν επιστροφή για Ελλάδα πριν προσγειωθούν στο Εδιμβούργο για να γραφτούν. (Μπορείς εδώ, αγαπητή/έ αναγνώστρια/η να βάλεις όποιον ευφημισμό θέλεις για το πόσο γρήγορα θα είχαν φύγει — μάλιστα σε θερμοπαρακαλώ να γράψεις κάτι για να ανανεωθούν και τα σχόλια από δίπλα γιατί από τους άλλους πέντε χαΐρι δε βλέπω.)
Κι εσύ ωρέ Αφάνα, δε σου είπα να μην κυκλοφορήσεις τις δραστηριότητές μου, αλλά και το μέρος στο οποίο θα λάμβαναν χώρα αυτές οι δραστηρίοτητες; Ήταν συνειδητή η απόφασή μου αυτή μιας και (α) η «φυγή» μου διέπνεε έναν αέρα μυστηρίου που με έκανε να νιώθω σημαντικός, και (β) από τη στιγμή που μαθεύτηκε δε μπορούσα να λουστώ τον τροπικό ήλιο με την ησυχία μου, δίπλα από το καζίνο, τις ηλιοκαμμένες Αθηναίες και τους όχι-δεν-καταλαβαίνει-κανείς-πως-είμαστε-φαντάροι κατοίκους του διπλανού ασύλου (επονομαζόμενο 6ο ΣΠ).
Για να μην αναφερθώ στο ότι το μόνο που κάνατε ρε παρα-κλάπες ήταν δύο posts σε δέκα μέρες. Και τα δύο στις Παρασκευές. Και να ήταν καλά, πάει στον έξω-από-δω. Αλλά, ρε παιδιά, για το όνομα του Θεού… προσπαθήστε έστω και για τα μάτια του κόσμου («έναν άγνωστο, φως μου, παντρεύεσαι την Κυριακή» που έλεγε κάποιος σκυλοτραγουδιάρης που είμαι σίγουρος ότι ξέρουν οι υπόλοιποι.)
Λοιπόν, μη με τσαντίζετε άλλο. Έχω τους κωδικούς και δεν το έχω σε τίποτα να πατήσω το κουμπάκι αυτοκαταστροφής του blog.
Tres spastique.