Οπότε τώρα βγήκες στο δρόμο ξανά, ναι; Τι είναι, επιστροφή ή φευγιό; Μάλλον μόνο εσύ το ξέρεις. Ξέρω ότι θα κάνεις την ερώτηση όταν η πόρτα κλείσει πίσω σου, αλλά δεν ξέρω αν θα τη διαβάσεις από δω. Δεν πειράζει όμως, ό,τι ήταν να μάθεις το έμαθες. Κι ό,τι ήταν να κάνω το έκανα, όσο μπορούσα.
Θυμάσαι τι σου είπα για την πόλη; Έχει μυαλό δικό της. Σήμερα φόρεσε τα μαύρα της, αλλά με ένα πρόστυχο σκίσιμο στο πόδι. Είναι λυπημένη αλλά δεν έχει παραιτηθεί. Θέλει να την κοιτάξεις. Σαν μια άλλη φορά, όταν έφυγε και κάποια άλλη. Τότε που έκλαιγε. Εκεί όμως κράτησε μια πισινή. Κράτησε εσένα πίσω για να της μείνει λίγο γέλιο και να την προσέχεις. Σήμερα κρατάει εμένα.
Χτες το βράδυ, στο δρόμο για το σπίτι, μου είχε κολήσει ο Kerouac. Τι σπάνιο, θα μου πεις…
[…] I shambled after as I’ve been doing all my life after people who interest me, because the only people for me are the mad ones, the ones who are mad to live, mad to talk, mad to be saved, desirous of everything at the same time, the ones who never yawn or say a commonplace thing, but burn, burn, burn like fabulous yellow roman candles exploding like spiders across the stars […]
Αν κάποιος πρέπει να ευχαριστήσει, είμαι εγώ. Καλό δρόμο μικρή. Θα μας λείψεις.